- γλίτσα
- vase
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γλίτσα — και γλίντζα, γλίτζα, η 1. λίπος από βρασμένο κρέας, κυρίως χοιρινό, η γλίνα* 2. λεκές από λίπος 3. λιπαρή και γλιστερή βρομιά 4. «γλίτσα τής πέτρας» το φυτό ροκέλλη η φύκοψις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθανώς από το κνίσα με τροπή τού σ σε τσ… … Dictionary of Greek
γλίτσης — ο (θηλ. γλιτσού, η) [γλίτσα] αυτός που έχει γλίτσα, ο βρόμικος … Dictionary of Greek
γλιτσιάζω — και γλιντζιάζω και γλιτζιάζω 1. έχω γλίτσα, είμαι βρόμικος 2. λερώνω κάποιον με γλίτσα … Dictionary of Greek
ιξερός — ή, ό [ιξός] κολλώδης, γεμάτος γλίτσα … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
γκλίτσα — και γλίτσα και κλίτσα, η ποιμενικό ραβδί με γυριστή, κυρτή λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκλίτσα* με αποβολή τού α ] … Dictionary of Greek
γλίντζα — και γλίτζα, η (γλιντζιάρικος κ.λπ.) βλ. γλίτσα … Dictionary of Greek
γλιτσερός — ή, ό γεμάτος γλίτσα … Dictionary of Greek
γλίτζα — γλίτζα, η και γλίτσα, η 1. τολίπος, η λίγδα. 2. λιπαρή ακαθαρσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)